-
1 ἐκκαίω
Aἐξέκαυσα Hdt.4.134
, but part.ἐκκέαντες E.Rh.97
:—burn out,τοὺς ὀφθαλμούς τινος Hdt.7.18
;τὸ φῶς Κύκλωπος E.Cyc. 633
, cf. 657 (anap.):—[voice] Pass., to have one's eyes burnt out,Pl.
Grg. 473c.II light up, kindle,τὰ πυρά Hdt.4.134
, cf. E.Rh.l.c. ; (lyr.): metaph., ἐ. πόλεμον, ἐλπίδα, Plb.3.3.3, 5.108.5 ;τοὺς θυμούς D.H.7.35
;τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργήν Plu.Fab.7
; provoke to anger,ἔκ με κάεις Herod.4.49
; inflame with curiosity, excite,τινά Luc.Alex.30
;ἴσῃ φιλοτιμίᾳ πρός τε τὸν δῆμον ἑαυτοὺς καὶ τὸν δῆμον πρὸς ἑαυτοὺς ἐκκαύσαντες Plu. Agis 2
:—[voice] Pass., to be kindled, burn up,τὸ πῦρ ἐκκάεται Eup.340
;ἐ. τὸ κακόν Pl.R. 556a
;ὀργὴν ἐκκαῆναι LXX 2 Ki.24.1
;ὁ δῆμος ἐξεκάετο Plu.TG13
, cf. Luc.Cal.3, etc.;ἐ. εἰς ἔρωτα Alciphr.3.67
, cf. Charito I.I;ὑπὸ μέθης Parth.24.2
. -
2 κήρινος
II metaph., pliable as wax,τοὺς θυμοὺς.. κηρίνους ποιεῖν Pl.Lg. 633d
;κηρίνας τὰς ὑπολήεις ἔχειν Arr.Epict.3.16.10
.2 wax-coloured, pallid, Suid. s.v. ἐκηριώθην.3 of women, ' made up' with cosmetics, Philostr. Ep.22, cf.VA2.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κήρινος
-
3 μαλάσσω
A make soft,I of dressing leather, make it supple, Luc.Anach.24;μ. δέρμα Hp.Aph. 5.22
, of the human skin:—hence, with reference to Cleon's trade of tanner, μ. τινά give one a hiding, Ar.Eq. 388: metaph., ἐν παγκρατίου στόλῳ μαλαχθείς worsted in it, Pi.N.3.16; χηλῇ μαλαχθείς crushed by the hoof, of a toad, Babr.28.6.2 soften metal or other materials for working,ὥσπερ σίδηρον μ. Pl.R. 411b
:—[voice] Pass., Arist. Mete. 383a31.II metaph., soften, appease, σπλάγχνον, ὀργάς, E. Or. 1201, Alc. 771; χρόνος μαλάξει σε will relieve thee, ib. 381, cf. 1085; [θωπεῖαι] τοὺς θυμοὺς μαλάττουσαι ποιοῦσιν κηρίνους interpol. in Pl.Lg. 633d;μ. τὸ τῆς φύσεως σκληρόν Plb.4.21.3
;μ. τὰ ἤθη Plu.2.156d
:— [voice] Pass., to be softened, relent,πρὸς θεῶν, μαλάσσου S.Aj. 594
; τί κακόν ποτ' ἔσθ' ὅτῳ μαλάττομαι; Ar.V. 973; τῶν ψυχῶν -ομένων (by music) Phld.Mus.p.33 K.; μ. νόσου to be relieved from disease, S.Ph. 1334; of fever, remit, Hp.Epid.3.17.5, cf. Coac. 380; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλάσσω
-
4 ἐπαλείφω
A smear over, ἐπὶ δ' οὔατ' ἀλεῖψαι ἑταίρων Od.12.47; ἐπ' οὔατα πᾶσιν ἄλειψα ib. 177; κηρὸν.. ὅν σφιν ἐπ' ὠσὶν ἄλειψ' ib. 200;ὁπόταν.. λεαίνῃ ἐπαλείφουσα τὰ τραχυνθέντα Pl.Ti. 66c
;ἐ. χρόαν ἐτέραν ἐφ' ἑτέραν Arist.Sens. 440a9
: prov., τοὺς τοίχους τοὺς δύο ἐ. 'run with the hare and hunt with the hounds', Paus.6.3.15:—[voice] Pass.,τὸ ἐπαλειφθέν Pl.Ly. 217c
;ἐπαλήλιπται ὁ κύτταρος Arist.HA 555a6
;χρυσὸς ἐπαληλιμμένος J.AJ17.10.2
.2 metaph., from anointing athletes, prepare for contest, stir up, irritate,τινὰ ἐπί τινα Plb.2.51.2
; ἐ. τινάς τινι set them upon him, D.L.2.38;μέθυσμα ἐ. θυμούς Ph.1.680
; so perh. in physical sense, irritate, Hp.Mul.1.99, Epid.5.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαλείφω
См. также в других словарях:
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
κήρινος — και κέρινος, η, ο και κερένιος, ια, ιο (ΑΜ κήρινος, ίνη, ον) [κηρός] 1. ο κατασκευασμένος από κερί 2. αυτός που έχει το χρώμα τού κεριού, ωχρός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κηρίνη ουσία που εξάγεται από τον κηρό μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. (κατά τον… … Dictionary of Greek
αδιαμαρτύρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε διαμαρτύρεται, που υπομένει αγόγγυστα: Υπόμενε αδιαμαρτύρητα τους θυμούς και τις φωνές του. 2. αυτός για τον οποίο δεν έγινε διαμαρτύρηση: Τα γραμμάτια έληξαν, αλλά έμειναν αδιαμαρτύρητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)